- βηρύλλου
- βήρυλλοςgem of sea-green colourfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαγωνικό σύστημα — Ένα από τα επτά κρυσταλλικά συστήματα στα οποία κατατάσσονται τα κρυσταλλικά σχήματα. Περιλαμβάνει τους κρυστάλλους που χαρακτηρίζονται από την παρουσία τεσσάρων κρυσταλλογραφικών αξόνων (αξονικός σταυρός), από τους οποίους οι τρεις βρίσκονται σε … Dictionary of Greek
BERYLLUS — I. BERYLLUS Graece Βήρυλλος, octavô locô numeratur inter 12. fundamenta Novae Hierosolymae, quae fingula singulis gemmis constabant, Apocalyps. c. 21. v. 20. Gemma est viriditate similis smaragdo, unde eiusdem naturae cum smaragdo multis visa:… … Hofmann J. Lexicon universale
GLAUCOPIS — habens oculos caesios. Quo nomine dicta est Pallas, quae Latinis caesia, idqueve ut nonnullis placet, quasi Caelia. Diod. Sic. autem scribit aerem nominatum esse Pallada, et ideo Glaucopin dici, quoniam aer glauci, h. e. viridis sit aspectus. Nam … Hofmann J. Lexicon universale
OPHIETIS Petra — loci nomen Avieno, qui Ὀφηιτίδα πέτρην, uti Dionys. vocat, arcem Ophietida vertit. Hic tamen internis Ophietides arcis in arvis Inter gemmiferas excrescit creber arenas. Et Prisciano, Berylli lapidem liquidum, glaucique coloris Per loca, quae… … Hofmann J. Lexicon universale
ακουαμαρίνα — Παραλλαγή του ορυκτού βηρυλλίου (βλ. λ.) που χαρακτηρίζεται από υποκύανο έως έντονο γαλάζιο χρώμα, και οφείλεται στην παρουσία οξειδίων του σιδήρου. Είναι από τους ευρύτατα χρησιμοποιούμενους διακοσμητικούς λίθους και απαντάται σε γρανιτικά… … Dictionary of Greek
ηλιόδωρο — Το πυριτικό ορυκτό βήρυλλος, όταν έχει τη μορφή πολύτιμου πετραδιού. Το η. είναι όμοιο με τη βήρυλλο – εκτός από το χρώμα, που είναι αποτέλεσμα παρουσίας διαφόρων εγκλείστων στην κρυσταλλική του δομή. Όταν τα έγκλειστα αυτά είναι οξείδιο του… … Dictionary of Greek
μοργανίτης — ο (ορυκτ.) ορυκτό που χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος και αποτελεί ποικιλία τής βηρύλλου με ροζ ή ιώδες χρώμα, λόγω τής παρουσίας καισίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. morganite < όν. τού J. P. Μorgan, Αμερικανού… … Dictionary of Greek
σμάραγδος — ο, ΝΜΑ, και σμάραγδος και μάραγδος και ζμάραγδος, ἡ, Α πολύτιμος διαφανής διακοσμητικός λίθος, λαμπερή ποικιλία τής ευγενούς βηρύλλου, με βαθύ πράσινο χρώμα, το οποίο οφείλεται στην παρουσία χρωμίου στην σύνθεσή του αρχ. 1. ως κύριο όν. ἡ… … Dictionary of Greek
σμαράγδι — Πολύτιμος λίθος, ποικιλία της βηρύλλου (SiO4 · SiO2)3 Al2Be3. Έχει πράσινη ιδιάζουσα απόχρωση, επειδή υπάρχουν ίχνη oξείδιων του χρώμιου και του σίδηρου. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του εξαγωνικού συστήματος, σε μεγάλα εξαπλευρικά έως… … Dictionary of Greek
Παραΐμπα — (Paraiba). Πολιτεία της ανατολικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τις ομόσπονδες Πολιτείες Ρίο Γκράντε ντου Νόρτε στα Β, Σεαρά στα Δ και Περναμπούκο στα Ν. Έχει έκταση 53.958 τ. χλμ. Πρωτεύουσα είναι η Ζοάν… … Dictionary of Greek